Ὕδρα
1906
Τὸ
ἄγνωστον τάμα τῶν Ὑδραίων ναυτικῶν του ἱστιοφόρου «Ἅγιος
Ἀντώνιος»
Ἡ ἄγνωστη
ἱστορία τοῦ Ὑδραϊκοῦ σπογγαλιευτικοῦ ἱστιοφόρου «Ἅγιος Ἀντώνιος» τοῦ καπετὰν
Ἰωάννη Σιώρρα,τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ ἀντιμετώπισε σφοδρὴ
θαλασσοταραχὴ τεσσάρων ἡμερῶν ἀνοικτά του Κάβου-Μαλέα,ἡ σωτηρία τοῦ (καπετάνιου
καὶ τῶν μελῶν τοῦ πληρώματος) καὶ τὸ τάμα τους πρὸς τὸ Ἅγιο Διονύσιο,Πολιούχου
τῆς Ζακύνθου,ὅπως δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα τῶν Πατρὼν «Νεολόγος
Πατρών».
Ἡ ἱστοριὰ
τοῦ Ὑδραϊκοῦ ἱστιοφόρου,δημοσιεύθηκε στὴν πρώτη σελίδα τῆς ἐφημερίδας,γεγονὸς
ποὺ ὑποδηλώνει τὴν ἔκταση τὴν ὁποία ἔλαβε τὸ συγκεκριμένο γεγονός.(Δὲν
ἀναγράφεται τὸ ὄνομα τοῦ δημοσιογράφου).
Τὸ
ἱστιοφόρο «Ἅγιος Ἀντώνιος»,ἐπέστρεφε μαζὶ μὲ ἄλλα τρία Ὑδραϊκὰ σπογγαλιευτικὰ
πλοιάρια (δυστυχῶς δὲν μνημονεύονται ποῖα ἦταν τὰ ἄλλα τρία πλοῖα) ἐπέστρεφε
πρὸς τὴν νῆσον Ὕδραν,μετὰ τὴν παράταση τῆς θερινῆς σπογγαλιευτικῆς περιόδου τοῦ
ἔτους 1906,ἕνεκα τῆς κακοκαιρίας ποὺ ἐπικρατοῦσε. Ἰδοὺ πὼς διασώθηκε ἡ ἰστιορία
τοῦ ἱστιοφόρου «Ἅγιος Ἀντώνιος»:
Τὸ Προχθεσινὸν θαλάσσιον
ἐπεισόδιον.
Τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου-Τὸ ἱστιοφόρον
«Ἅγιος Ἀντώνιος»-Τὸ τάμα τῶν Ὑδραίων
Ἐφημερὶς «Νεολόγος
Πατρών»,
Ἔτος ΙΓ΄,Ἀριθμὸς 4351,Παρασκευὴ 20 Ὀκτωβρίου
1906
«..Ἔδυε προχθὲς ὁ ἥλιος
ὄπισθεν τῶν πυκνῶν κατάλευκων νεφῶν καὶ ὁ ἀπὸ τριῶν ἡμερῶν πνέων σφοδρότατος
βόρειος ἄνεμος ἐκόπαζεν,ὅταν εἰς τὸν βόρειον λιμένα τῶν Πατρὼν κατέπλεεν τὸ
Ὑδραϊκὸν ἱστιοφόρον «Ἅγιος Ἀντώνιος» καὶ ἠγκυροβόλει πρὸ τοῦ λιμεναρχείου.Ἡ ὄψις
τοῦ μικροῦ ἱστιοφόρου προέδιδε τὸ θαλασσόδερμα,τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑποστὴ εἰς τὴν
ἀνοικτὴν θάλασσαν,εἰς τὰ πρόσωπα δὲ τοῦ πληρώματος τοῦ ἐζωγραφίζετο ἡ ἀγωνία τὴν
ὁποίαν διῆλθον μέχρις ὅτου φθάσωσιν εἰς τὸν λιμένα μας
καὶ ἀγκυροβολήσωσιν.
Ὄντως δραματικώταται εἶναι
αἳ περιπέτειαι τοῦ Ὑδραϊκοῦ τούτου πλοιαρίου, τὸ ὁποῖον συγκαταλέγεται εἰς τὰ
σπογγαλιευτικὰ πλοιάρια,τὰ κατ’ἔτος τὴν ἐποχὴν τοῦ θέρους ἁλιεύοντα σπόγγους εἰς
τὰ παράλια της Ἀφρικῆς.
Ὁ «Ἅγιος Ἀντώνιος»
νηολογημένον ἐν Ὕδρα,ἀνῆκον εἰς τὸν κυβερνήτην τοῦ Ἰωάννην Σιώραν,ἔφερε πλήρωμα
δεκαεπτὰ ἐν ὄλω ἀνδρῶν.Μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ὑδραϊκὰ σπογγαλιευτικὰ πλοιάρια εἶχε
καταπλεύσει εἰς τὰ παράλια της Ἀφρικῆς ἀπὸ τὰς ἀρχὰς τοῦ θέρους καὶ εἰργάζετο
εἰς τὴν ἁλιείαν τῶν σπόγγων ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ ὁπλιταγωγοῦ πολεμικοῦ
«Κρήτη».Ἐφέτος ὅμως ἕνεκα τῆς καιρικῆς ἀκαταστασίας τὰ σπογγαλιευτικὰ πλοιάρια
παρέτειναν τὴν παραμονὴν τῶν εἰς τὴν Ἀφρικὴν καὶ ἐνῶ ἄλλοτε ἐπέστρεφον ἐκεῖθεν
εἰς τὰς ἑλληνικᾶς θάλασσας περὶ τὰ μέσα Σεπτεμβρίου, ἐφέτος μόλις πρὸ δέκα
ἡμερῶν κατώρθωσαν ν’ἀποπλεύσουν.
Τὸ ἱστιοφόρον «Ἅγιος
Ἀντώνιος» τοῦ πλοιάρχου Σιώρα μετὰ τριῶν ἄλλων Ὑδραϊκῶν ἀπέπλευσαν
τελευταία.Ὅταν ἀνήχθησαν πρὸς τὸ πέλαγος μὲ πλώρην πρὸς τὴν θάλασσαν τὴν μεταξὺ
Κρήτης καὶ Μάλτας κατελήφθησαν ὑπὸ σφοδροτάτης
τρικυμίας
Ἡ τρικυμία
Βόρειοι ἰσχυροὶ
ἀνέμοι,ἄστατοι κατὰ τὸ πλεῖστον προσέβαλον ἀπὸ τὴν πρώτην νύκτα τοῦ ἀπόπλου τῶν
τὸν μικρὸν στολίσκον τῶν ὑδραϊκῶν σπογγαλιευτικῶν πλοιαρίων καὶ ἐνῶ ὅλων ἡ πλώρη
εἶχε τεθῆ πρὸς τὸν Μαλέαν,ὁ ἄνεμος ἠνάγκασεν αὐτὰ νὰ στρέψουν τὴν πλώρην τῶν
πρὸς τὸν νότον.Εἰς ἐπίμετρον τὴν αὐτὴν πρώτην νύκτα ραγδαιοτάτη βροχή,
καταιγίς,ὁμίχλη ἀνετάρασσε τὸ πέλαγος.Τὸ σκότος καθίστατο ζοφερὸν καὶ ἐκτός του
δαιμονιώδους συρίγματος τῶν ἱστίων καὶ τῶν σχοινιῶν τῶν ἱστῶν καὶ τοῦ βόμβου τῆς
ἀνακυκωμένης ἐκ βάθους θαλάσσης,οὐδὲν ἄλλο ἠκουέτο. Ὁ μικρὸς στολίσκος ὑπείκων
εἷς τὴν θύελλαν καὶ τὴν ἀκατάσχετον ὁρμὴν τοῦ ἀνέμου διεσπάσθη καὶ καθεὶς τῶν
κυβερνητῶν προσεπάθησε νὰ σώση εὐατόν,τὸ πλήρωματου καὶ τὸ πλοῖον του.Εἶχον δὲ
καὶ ἀρκετὴν περιουσίαν ἓν τοις πλοίοις τῶν,τοὺς ἁλιευθέντας σπόγους,τοὺς ὁποίους
ὑπερχρεοῦντο δυνάμει συμβολαίου νὰ τοὺς παραδώσουν εἷς τους σφουγγαρέμπορους τῆς
Ὕδρας.
Ὅταν ἐξημέρωσε καὶ ὁ Θεὸς
ἐφώτισε τὸ σύμπαν,ὁ καπετὰν Σιώρας παρετήρησεν ὅτι τὰ ἄλλα πλοιάρια εἶχαν
ἀπομακρυνθῆ.Δὲν ἐφαίνοντο πουθενὰ εἰς τὸν ὁρίζοντα τῆς θαλάσσης.Εἶχε καθένα
πάρει τὸν δρόμον τοῦ κατὰ τὴν ὤθησιν τῶν ἀνέμων,ὁ ὁποῖος τὸ συνήντησεν εἰς τὴν
πορείαν τοῦ πλοῦ του.Ἐχωρίσθησαν ὄχι διότι ἤθελαν νὰ χωρισθοῦν ἀλλὰ διότι τὰ
ἐχώρισεν ἡ τρικυμία,ὁ ἄνεμος,ἡ θαλασσοταραχή,ἡ καταιγίς,ἡ
ὁμίχλη.
Ὁ «Ἅγιος Ἀντώνιος»
ἐπελαγοδρομοῦσε ἀπὸ τὸ πρωΐ μέσα εἰς τὴν ἀφρισμένην θάλασσαν.Ὁ καπετὰν Σιώρας
δὲν ὑπελόγιζε πλέον τὸν δρόμον του,ἀλλ’ἔχων στιβαρὰ πιασμένο τὸ τιμόνι καὶ
καρφωμένα τὰ μάτια τοῦ εἰς τὰ θέμελα τοῦ οὐρανοῦ,προσεπάθει νὰ σώση τὸ πλοῖον
του,νὰ σώση τοὺς ναύτας του ἀπὸ καταποντισμόν.Τὰ κύμματα ὑψοῦντο οὐρανομὴκ καὶ
ἀνοιγεν ἡ θάλασσα σὰν νὰ ἤθελε νὰ καταπιῆ στὰ κατάβαθά της τὸ μικρὸν ὑδραϊκὸν
ἱστιοφόρον μὲ τὰς δεκαεπτὰ ἀνθρωπίνους ὑπάρξεις του.Οἱ ναῦται εἶχαν καρφώσει τὰ
μάτια τῶν στὸν καπετάνιο τῶν.Κάθε ἀχτίδα ἡ ὁποία ἐζωγράφιζε τὸ πρόσωπόν του ἦτο
καὶ μία παρηγοριὰ γι’αὐτούς,ὅπως κάθε σκυθρωπιὰ τοῦ ἦτο καὶ μία
ἀπελπισία.Ἔτρεχαν ἀπ’ἐδῶ καὶ ἀπ’ἐκεῖ μέσα εἰς τὸν «Ἅγιον Ἀντώνιον» ὅπως
ἐκτελέσουν τὰς παραγγελίας τοῦ καπετάνιου τῶν,τοῦ ὁποίου κάθε διαταγὴ ἦτο
δὶ’αὐτοὺς καὶ θεϊκὴ προσταγή.
Ὅλη τὴν ἡμέρα ἐκείνην ἡ
τρικυμία δὲν ἔπαυσεν,οὔτε ἐμετριάσθη ὁ ἄνεμος.Ἡ θαλασσοταραχὴ ἔφερε τῆδε κακεῖσε
τὸν «Ἅγιον Ἀντώνιον» καὶ ὅταν ἐνύκτωσεν πάλιν,ἡ τρικυμία ηὔξησεν,ὁ ἄνεμος
ἐσφοδρύνθη καὶ ἐπιπροσθέτως ἡ βροχὴ ἐπανήρχισεν.Ὁ καπετὰν Σιώρας δὲν ἄφινε τὴν
θέσι του,οὔτε ἀπὸ τὰ χέρια τὸ τιμόνι.
Τὸ τάμα
Τὸ σπουδαιότερον ὅμως ἦτο
ὅτι δὲν ἐγνώριζον καὶ ποὺ ἔφερεν ὁ ἄνεμος τὸν «Ἅγιον Ἀντώνιον».Ἡ ὁμίχλη τῆς
νυκτὸς δὲν τοὺς ἄφινε νὰ διακρίνουν ποὺ ἐφέρετο.Ἤλπιζαν ἀπὸ ὥρας εἰς ὥραν ὅτι θὰ
κατηυνάζετο ἡ μῆνις τοῦ Ποσειδῶνος,ἀλλ’αἳ ἐλπίδες τῶν ἀποδεικνύοντο
φροῦδοι.Ἐξημέρωσε καὶ πάλιν,ἐνύκτωσε καὶ πάλιν,ἐξημέρωσε ἐκ δευτέρου,ἐνύκτωσεν
ἐκ δευτέρου καὶ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας καὶ νύκτας ἡ αὐτὴ ἐπεκράτει τρικυμία,ἡ αὐτὴ
ἀγωνία εἰς τὸ πλήρωμα τοῦ «Ἁγίου Ἀντωνίου».Οὔτε ὁ καπετάνιος οὔτε κανεὶς τῶν
ναυτῶν κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ δὲν εἶχε κλείσει μάτι.Οὔτε ὁ καπετάνιος οὔτε κανεὶς
τῶν ναυτῶν εἶχε φάγει.Καὶ οἱ δεκαεπτὰ ναῦται ἤσαν στὸ ποδάρι καὶ στὸ τιμόνι ὁ
καπετάνιος.Τὰ ἱστία τῶν δὲν τοὺς ἐβοηθοῦν πλέον.Δὲν ἀντεῖχον εἰς τὴν σφοδρότητα
τοῦ ἀνέμου.Ἀνέβαινε ἡ πλώρη τοῦ καραβιοῦ ἕως τὰ μεσούρανα τῆς θαλάσσης.Ἔβλεπαν
ζωντανὸν τὸν χάρον μπροστά τους καὶ ἐσταυροκοποῦντο καὶ ἐπεκαλοῦντο τὴν βοήθειαν
τοῦ Θεοῦ.
Τὴν Τετάρτη νύκτα τοῦ
θαλασσοδέρματος τῶν,δηλαδὴ τὴν νύκτα τῆς προχθὲς Τρίτης πρὸς τὴν Τετάρτην
κατακλυσμὸς ὁλόκληρος ἓξ οὐρανῶν ἐπῆλθε κατὰ τοῦ ἱστιοφόρου.Ραγδαιοτάτη βροχὴ
ἐπιπτεν.Κεραυνοὶ ἐξέσπων τρομακτικοί. Ἀστραπαὶ διηυλάκωναν τὸν αἰθέρα.Τὸ καράβι
ἔτριζε σὰν νὰ ἤθελε νὰ σχισθῆ εἰς δύο.Τρόμος συνεῖχε πάτνας,ἡ τετραήμερος ἀγωνία
παρέλυσε τὰς δυνάμεις τῶν.Βοήθεια πλέον ἀπὸ τὸν Θεὸν ἀνέμενον.Ἡ ἀνθρώπινη
δύναμις εἶχεν ἐξαντληθῆ.Νήστεις βεβρεγμένοι μέχρις
ὀστέων,ἀποκαμωμένοι,ἀπεγνωσμένοι ἐκύταζαν τὸν καπετάνιον τῶν.Ὁ γενναῖος Ὑδραῖος
ναυτικός,ἀπὸ τὰ θαλασσοπούλια ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν περάσει μπόρες καὶ τρικυμίες
μεγάλες, ἄρχισε καὶ αὐτὸς νὰ ἀπελπίζεται.Τέτοιο κακὸ δὲν τὸν εἶχεν εὕρει πότε
τοῦ ἄλλοτε.Καὶ εἰς μίαν στιγμὴν ἀπογνώσεως ὄτε ἔβλεπε τὴν θάλασσαν ἐξαγριωμένην
πλειότερον,μέσα εἰς τὸ σκοτάδι τῆς νυκτὸς καὶ ὑπὸ τὸ φῶς ἑνὸς τρεμοσβύνοντος
φανοῦ,ἐκάλεσε παρ’αὐτῶ τοὺς δεκαεπτὰ ναύτας καὶ τοὺς
εἶπε:
-Παιδιὰ δὲν βαστάω
πειά.Παρέλυσαν τὰ χέρια μου.Τὸ τιμόνι δὲν μ’ἀκούει.Τί νὰ σᾶς κάμω.Δὲν μπορῶ
τίποτε πειά.
-Καπετάνιε,διέκοψαν οἱ
ναῦται μὲ λυγμοὺς νὰ σωθοῦμε.
-Μόνο ὁ Θεὸς θὰ μᾶς σώση.Ἀπὸ
τὸ Θεὸ ἂς περιμένουμε βοήθεια
Καὶ ἄφηκε τὸ τιμόνι ἀπὸ τὰ
χέρια του.Ἕνας τριγμὸς δυνατὸς ἠκούσθη τότε.Τὸ καράβι ἀπηδαλιούχητον ἀφέθη εἰς
τὴν φορὰν τοῦ ἀνέμου
-Καπετάνιε βοήθα
μας,ἐφώναζαν οἱ δεκαεπτὰ Ὑδραῖοι.
Ὁ καπετὰν Σιώρας ὕψωσε τοὺς
ὀφθαλμοὺς πρὸς τὰ ἄνω,ἔδειξε μὲ τὸ χέρι του πρὸς τοὺς ναύτας τὸν κατάμαυρον
οὐρανὸν καὶ τοὺς εἶπε
-Νὰ ἀπὸ κεῖ ἐπάνω ἀπὸ τὸν
Θεὸν ζητεῖστε καὶ σεῖς ὅπως ζητῶ καὶ ἐγὼ βοήθεια!
Οἱ ναῦται
ἐσταυροκοπήθησαν,ὅταν ὁ καπετὰν Σιώρας ὡς νὰ ἐφωτίσθη αἰφνηδίως ἀπὸ ἀναλαμπὴν
διαυγείας νοῦς
-Παιδία μου φαίνεται πὼς
εἴμαστε πρὸς τὴν Ζάκυνθον.Ναὶ πρὸς τὴν Ζάκυνθον εἴμαστε.Ἂς ζητήσωμεν τὴν βοήθεια
τοῦ Ἁγίου Διονυσίου.Ἅγιε Διονύσιε βοήθα μας,σῶσε μᾶς ἐφώναξεν ὁ
καπετάνιος.
Ὅλοι καὶ οἱ δεκαεπτὰ ναῦται
τότε ἐγονυπέτησαν καὶ ἐν μία φωνή.
-Ἅγιε Διονύσιε,βοήθα
μας,σῶσε μας,λαμπάδα νὰ σοὺ φέρουμε στὴν ἐκκλησία σου!
Καὶ ὁ σφοδρὸς ἄνεμος
συνεπῆρε τὴν παράκλησιν,τὴν δέησιν τῶν ἀπηλπισμένων ναυτῶν καὶ τὴν ἔφερε πρὸς
τὴν Ζάκυνθον ὅπου ἀντελάλησε ἐπάνω εἰς τὸν Σκοπὸν ἡ
δέησις:
-Ἅγιε Διονύσιε βοήθα
μας,σῶσε μας,λαμπάδα νὰ σοὺ φέρουμε στὴν ἐκκλησία σου!
Τὸ θαῦμα.
Ἑκατὸν μίλλια εὐρίσκοντο
μακράν της Ζακύνθου τὴν συγκινητικωτάτην ἐκείνην ὥραν τῆς δεήσεως τοῦ ἱστιοφόρου
«Ἅγιος Ἀντώνιος».Μὲ ἁγνὴν τὴν συνείδησιν,μὲ πίστιν πρὸς τὴν θαυματουργὸν δύναμιν
τοῦ πολιούχου τῆς Ζακύνθου ὁ καπετὰν Σιώρας καὶ οἱ ναῦται τοῦ ἄφηκαν τὸ πλοῖον
εἰς τὴν διάθεσιν τῶν κυμμάτων ἐγκαρτεροῦντες εἰς τὴν θείαν βοήθειαν.Ἀπὸ τῆς
στιγμῆς ἐκείνης κάποια ἀόρατος δύναμις ἔφερε τὸ πλοῖον πρὸς οὔριον ἄνεμον.Δὲν
ἐκυλινδοῦτο ὡς καὶ πρίν,δὲν ἀνεβοκατέβαινε ὡς νὰ τὸ ἐπίαναν χέρια ἰσχυρὰ καὶ τὸ
ὑπεστήριζαν.Κανεὶς πειὰ καπετάνιος ἢ καὶ ναύτης δὲν τὸ ἐβοηθεῖ καὶ ὅμως σιγὰ
σιγὰ πλέων ὁ «Ἅγιος Ἀντώνιος» ἔπαιρνε δρόμο καὶ ἄφινε δρόμο.Ὁ καπετάνιος καὶ οἱ
ναῦται ἓν συγκινήσει ἔβλεπον τὴν μεταβολὴν τοῦ καιροῦ. Γλυκοχάραζεν ὅταν τὸ
μικρὸν ἱστιοφόρον ἀντικρυσε τὴν Ζάκυνθον.Μὲ τὴν χαραυγὴν τῆς ἡμέρας καὶ τὴν
σωτηρίαν τῶν ὁ καπετάνιος καὶ οἱ ναῦται συνεσπειρώθησαν εἰς τὴν πρύμνην ὅπου
βλέποντες πρὸς τὴν Ζάκυνθον ἐσταυροκοπήθησαν:
-Ἅγιε Διονύση μου μεγάλο
εἶναι τὸ θαῦμα σου.Καὶ ὅλοι ἀνελύθησαν εἰς δάκρυα.
Ὁ καπετὰν Σιώρας μὲ τὴν
δύναμιν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου κατόπιν ἐδράξατο τοῦ πηδαλίου,ἔστρεψε τὴν πρώραν
πρὸς τὸν Πατραϊκὸν κόλπον καὶ πνέοντος
οὐρίου πλέον ἀνέμου ἔφθασαν εἰς τὸν λιμένα τῶν Πατρὼν περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου
προχθές.
Χθὲς τὴν πρωΐαν ὁ καπετὰν
Σιώρας μὲ τοὺς δεκαεπτὰ ναύτας τοῦ ἐξῆλθε τοῦ ἱστιοφόρου του καὶ μετέβησαν ὅλοι
ὁμοὺ πρὸς συνάντησιν τοῦ κ.Κῶν. Τζεντζερὴ ἐπιτρόπου τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου
Διονυσίου.Εἰς τὸν κ.Τζεντζερὴν ἀφοῦ ἐδιηγήθησαν κλαίοντες τὰς τρομακτικᾶς
περιπετείας τῶν τῷ ἐνεχείρισαν χρηματικὸν ποσὸν ὅπως φροντίση καὶ ἀνάψη μίαν
λαμπάδα μεγάλην εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἓν Ζακύνθω.Ὁ κὸς Τζεντζερὴς
ἀπέστειλε χθὲς τὸ ἑσπέρας δὶ’ἐπιστολῆς του πρὸς τὸν Σεβασμιότατον Ἀρχιεπίσκοπον
Ζακύνθου τὸ χρηματικὸν ποσὸν τῶν σωθέντων ναυτικῶν μὲ τὴν παράκλησιν νὰ ἀναφθῆ
μία λαμπάδα εἰς τὸν Ἅγιον Διονύσιον καὶ γείνη ἐκκλησιαστικὴ
δέησις.
Τὸ ἱστιοφόρον «Ἅγιος
Ἀντώνιος» μὲ τοὺς σωθέντας ναυτικοὺς ἀπέπλευσε χθὲς μετὰ μεσημβρίαν
κατευθυνόμενον διὰ τοῦ ἰσθμοῦ εἷς Ὕδραν...»
Σημείωση:
Το όνομα του πλοιάρχου Ιωάννη Σιώρα,μνημονεύεται σε μελέτη του Σταμάτιου
Χρυσαφίτη,την οποία δημοσίευσε στο βιβλίο του (Ύδρα,Νήσος Εντελης
Δρυόπων,Ύδρα 1998, «Περί των σφουγγαράδων της Ύδρας 1880 μέχρι το1912»,σελ
22-24) ο Ιωάννης Καραμήτσος με την υποσημείωση:
«..Κατά
Σταμάτην Χρυσαφίτην τον «Απόστρατον» ένα παλίο κιτάπι