hydraki


(hydraki:Διαδυκτιακὸς Δίαυλος Προβολῆς Μαγνητοσκοπίων-Εἰκονοληψιῶν τῶν Ἐθίμων-Ἠθῶν-Δρώμενων τῆς νήσου Ὕδρας (Υου tube)
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ὕδρα 1920.Ἐντυπώσεις περιηγητοὺ διὰ τὴν νῆσον Ὕδραν-Ἐξόρμησις εἰς τὴν Ἐπισκοπὴν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ὕδρα 1920.Ἐντυπώσεις περιηγητοὺ διὰ τὴν νῆσον Ὕδραν-Ἐξόρμησις εἰς τὴν Ἐπισκοπὴν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Ὕδρα 1920.Ἐντυπώσεις περιηγητοὺ διὰ τὴν νῆσον Ὕδραν-Ἐξόρμησις εἰς τὴν Ἐπισκοπὴν

Ὕδρα 1920.
Ἐντυπώσεις περιηγητοὺ διὰ τὴν νῆσον Ὕδραν








Πηγές:
 Ἐφημερίδα «Ἐμπρός»,Φύλλον 16ης Ἰουνίου 1920,Ἄρθρον «Ἐντυπώσεις τῆς ἡμέρας,Δύουσα πόλις»
Ἐφημερίδα «Ἐμπρός»,Φύλλον 17ης Ἰουνίου 1920,Ἄρθρον «Ἐπισκοπὴ»


Σπάνιες εἰκόνες τῆς νήσου Ὕδρας,κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τοῦ Μεσοπολέμου,καὶ δὴ ἐν ἔτει 1920,διασώζει μὲ τὴν γραφὴ τοῦ ἄγνωστος περιηγήτης,πιθανότατα Ὑδραῖος εἰς τὴν καταγωγήν,ὁ ὁποῖος ἐπεσκέφθη τὴν Ὕδραν,εἰς τὶς ἀρχὲς τῆς θερινῆς περιόδου.Οἱ ἐντυπώσεις τοῦ περιηγητοῦ,ὁ ὁποῖος περιηγήθηκε εἰς τὴν νῆσον,συντροφιὰ μὲ τοὺς Γρηγόριο Καμπέρο,ἀδελφό του θρυλικοῦ ἀεροπόρου Δημήτριου Καμπέρου, καὶ τὸν λυρικὸ ποιητὴ Λάμπρο Πορφυρά,δημοσιεύθηκαν εἰς τὰ φύλλα τῆς 16ης & 17ης Ἰουνίου 1920 τῆς ἐφημερίδος «Ἐμπρός».


Ἡ Ὕδρα ἐν ἔτει 1920



Εἰς τὶς ἀρχὲς τῆς δεύτερης δεκαετίας τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, ἡ εἰκόνα ποὺ παρουσίαζε ἡ ἱστορικὴ νῆσος Ὕδρα ἦτο πλήρως ἀποκαρδιωτικὴ καὶ ἀποθαρρυντική.Ὁ πληθυσμὸς τῆς ἐπαρχίας Ὕδρας,εἶχε μειωθεῖ στοὺς τρεῖς χιλιάδες τετρακόσιους ἐννέα κατοίκους,παρουσιάζοντας ποσοστιαία μείωση τῆς τάξεως τῶν 355,15%,ἐν συγκρίσει μὲ τὴν διενεργηθεῖσα πρώτη ἀπογραφὴ τῶν κατοίκων τῆς νήσου Ὕδρας,ἡ ὁποία διεξήχθη τὴν 20ην Ἰουνίου 1828.(*)

(Πηγή:Ἱστορικὸν Ἀρχεῖον Νήσου Ὕδρας, Τόμος ΙΔ ,Ἀπογραφὴ τῶν κατοίκων τῆς Ὕδρας γενομένης κατ’ἐνορίας τὴν 20ην  Ἰουνίου 1828,).Σύμφωνα μὲ τὸν Δημάρχο Ὑδραίων (Ἰατρό,Ἀκαδημαϊκὸ καὶ Διευθυντὴ τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Ὕδρας) Ἀντώνιο Λιγνό,κατὰ τὴν πρώτη ἐκείνη ἀπογραφὴ τοῦ ἔτους 1828,καταμετρήθηκαν ἐν συνόλω δεκαπέντε χιλιάδες πεντακόσιοι δεκαέξι κάτοικοι, κατανεμημένοι εἰς πεντήκοντα ἕξι ἱεροὺς ἐνοριακοὺς ναούς.

Ἕναν αἰώνα μετά,ἐν ἔτει 1920,ὁ περιηγητὴς τῆς νήσου,διήρχετο ἐντός των στενωπὼν τοῦ οἰκιστικοῦ ἱστοῦ τῆς πόλεως,ἀντικρύζοντας τὶς περισσότερες οἰκίες ἑρμητικὰ κλειστὲς καὶ τὶς πάλαι ποτὲ ἱστορικὲς καὶ εὐκλεεῖς  ἐκκλησίες,ἀπὸ πολυπληθεῖς ἐνορίες, σφραγιστὲς καὶ ἐρειπωμένες,ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀθρόας μεταναστεύσεως τῆς πλειοψηφίας τῶν κατοίκων της,ἕνεκα τῆς οἰκονομικῆς ὕφεσης ποὺ ἐπικρατοῦσε τὰ ἔτη μετὰ τὴν λῆξιν τοῦ Ἃ΄ Παγκοσμίου πολέμου.

Μεταξύ των ἐρειπωμένων οἰκιῶν,ἡ ἀρχοντικὴ οἰκία ἀνατολικοῦ ρυθμοῦ τοῦ Γεώργιου Δήμα Βούλγαρη (Μπᾶς κοτζάμπαση (Διοικητοῦ) τῆς νήσου Ὕδρας,ναζίρη τῆς νήσου Σπετζῶν καὶ Χασᾶν τζαβούση ζαμπίτη τῆς Ὕδρας ) & Δημήτριου Γεωργίου Βούλγαρη ἢ Τζουμπὲ (Πρωθυπουργοῦ (1855-1857,1862-1863(ἐπαναστατική),1863-1864,1865,1866,1868-69,1871-72,1874-75),ἡ ὁποία κατὰ τὴν τετραετία 1908-1912 ἐπὶ Δημαρχίας του Σταύρου Τσίπη,κατεδαφίστηκε(Πηγή:Βιβλίον,Ἡ Ὕδρα μας, Θόδωρος Δήμ.Κρεμασιώτης,Πειραιᾶς 1992,Κεφάλαιο «Τὸ Ἀρχοντικὸ Γ. Βούλγαρη»,σελ.51), ἡ ἀρχοντικὴ οἰκία τοῦ Ἰάκωβου (Γιακουμάκη) Τομπάζη,Ἃ΄Ναυάρχου τοῦ Ὑδραϊκοῦ στόλου κάτα τὴν ἔναρξιν τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως (1821-1822) ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχοντικὴ οἰκία τοῦ Ναυάρχου Ἀνδρέα Μιαούλη.Ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἐρειπωμένη ἀρχοντικὴ οἰκία τοῦ Ναυάρχου Ἀνδρέα Μιαούλη,πιθανῶς  ὁ περιηγητὴς ἀναφέρεται,δίχως νὰ ἀποσαφηνίζεται εἰς τὸ ἄρθρον,εἰς τὴν πρώτην οἰκίαν του,ἡ ὁποία εὐρίσκετο εἰς τοὺς πρόποδες τοῦ λόφου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου (Βίγλα) καὶ ὄχι εἰς τὴν μεταγενέστερη κερέσβινη ἀρχοντική του οἰκία εἰς τὸν ὁρμίσκο Αὐλάκι.

Ἐν ἀντιθέσει,διακρίνοντο ἐπιβλητικές,εἰς δεσπόζουσες θέσεις ἐντός της πόλεως,ἡ ἀρχοντικὴ οἰκία τοῦ Προκρίτου Λάζαρου Κουντουριώτου (ἰδιαίτερη μνεία ἀποδίδεται εἰς τὶς θρυλικὲς στέρνες τοῦ ἀρχοντικοῦ,ἐντός των ὁποίων ἐφυλάσσοντο τα χρήματα τὰ ὁποῖα διέθετε ἡ οἰκογένεια Κουντουριώτη διὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος),ἡ ἀρχοντικὴ οἰκία τοῦ ἀδελφοῦ του Λαζάρου,Γεώργιου Κουντουριώτου,ἰδιοκτησίας τοῦ Ναυάρχου,Νικητοῦ τῶν Βαλκανικῶν πολέμων,Ἀπελευθερωτοὺ τοῦ Βορειοανατολικοῦ Αἰγαίου καὶ Πρώτου Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Παύλου Κουντουριώτου,(μὲ τὴν ἐπιβλητικὴ ἐξωτερικὴ θύρα του καὶ τὶς θαυμαστὲς ξυλόγλυπτες ὀροφές του),ἡ ἀρχοντικὴ κερέσβινη οἰκία τῆς οἰκογενείας Τσαμαδοῦ (εἰς τὴν ὁποία συστεγάσθηκε ἐν ἔτει 1930 ἡ Σχολὴ Ἐμποροπλοιάρχων Ὕδρας) ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχοντικὴ οἰκία τοῦ Φραντζέσκου Δήμα Βούλγαρη,ἀδελφοῦ του Γεωργίου Δήμα Βούλγαρη (γνωστὴ καὶ ὡς οἰκία Οἰκονόμου-Μύρικλη),διὰ τὴν ὁποία παρατίθεται λεπτομερὴς περιγραφὴ τῶν ἐπίπλων καὶ τῶν δωματίων τῆς (καπνιστήριον, ὀρχήστρα,τραπεζαρία).

Ἐν μέσω τῶν πλείστων ἀρχοντικῶν οἰκιῶν,ἐπροβάλλετο εἰς τὴν ἀνατολικὴ προκυμαία τοῦ λιμένος τῆς Ὕδρας,τὸ νεοαναγερθὲν κτίριο τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Ὕδρας,δωρεὰ τοῦ Ὑδραίου ἐφοπλιστοῦ Ἀθανασίου Κουλούρα.

Μοναδικὴ διέξοδος τῶν λιγοστῶν κατοίκων ποῦ παρέμεναν καρτερικὰ εἰς τὴν ὁλοένα παρακμάζουσα νῆσον,ἦτο ἡ καλλιέργεια ἀνθέων εἰς τὶς αὐλὲς τῶν οἰκιῶν,προσδίδοντας μιὰ νότα χαρᾶς καὶ αἰσιοδοξίας εἰς τὴν μελανὴ καὶ ζοφερὴ καθημερινότητα.Κάθε οἰκία τῆς νήσου,ὄπισθέν των ὑψηλῶν της τοιχῶν,διέθετε κῆπο-περιβόλι μὲ πεῦκα, καρποφόρα δένδρα,δάφνες καὶ πάσης φύσεως δένδρα ἢ φυτά.

Ἰδοὺ ἡ ἀνταπόκρισις τοῦ περιηγήτου,τῆς 16ης Ἰουνίου 1920:


Πηγή: Ἐφημερίδα «Ἐμπρός»,Φύλλον 16ης Ἰουνίου 1920,Ἄρθρον «Ἐντυπώσεις τῆς ἡμέρας,Δύουσα πόλις»

«..Καθὼς ἡ σιγώσα πόλις κρέμεται λευκὴ εἰς τὴν κλιμακωτὴν παράταξιν τῆς ἐπὶ τῶν ἀποτόμων βράχων,ποὺ φθάνουν ἕως τὸν μικρὸν τὸν τόσον ἀθόρυβον πλέον λιμένα της,θαρρεῖ τὶς πὼς ὀνειρεύεται εἰς τὸν βαθὺν ὕπνον της.
Ὀνειρεύεται τὴν ἀκμὴν καὶ τὴν δόξαν,ποὺ ἐγνώρισε,ὅπως ἐλάχισται ἑλληνικαὶ πόλεις εἰς τὴν νεωτέραν ἱστορίαν μας.Ἀγαπητὸς καὶ σεβαστὸς ὑδραῖος φίλος,καθὼς ἐπερπατούσαμεν εἰς τὸ λιθόστρωτόν της βωβῆς προκυμαίας καὶ ὁ ὄγκος τῶν παλαιῶν,ὀγκωδῶν, ἱστορικῶν μεγάρων περιέβαλε τὸ τόξον ταύτης,μοῦ εἶπε:
«Ἡ πόλις αὐτὴ εἶχε ἕνα σκοπόν.Τὸν ἐξεπλήρωσε.Εἶνε πλέον ἄχρηστος.Καμμίαν ὀδύνην δὲν εἶχαν τὰ λόγια,ἀλλὰ μελαγχολίαν ἄπειρον.Ἐκείνην,ποὺ ἀποπνέει ὅλη ἡ κρεμαστὴ αὐτὴ νησιωτικὴ πόλις.Τοιαύτη ὅμως ἡ ζωὴ καὶ αἰώνιος ὁ νόμος τῆς ἀκμῆς καὶ τῆς παρακμῆς.
Ἂν ἐρωτήσετε εἰς τὴν Ὕδραν περὶ τοῦ πληθυσμοῦ τῆς σήμερον,ἀνυψώνουν τοὺς ὤμους.Ὀλιγοστεύει συνεχῶς.Ἡ πόλις μὲ τὰ σαράντα χιλιάδας τῆς ἄλλοτε,μόλις εἶχε ὀλιγίστας τοιαύτας τώρα.Κλειστά τα περισσότερα σπίτια, ἐπίσης αἳ περισσότεραι ἀπὸ τὰς πολυαριθμοτάτας μικρᾶς ἐκκλησίας της.Κάτοικοί της ἔφυγαν,φεύγουν καὶ θὰ φεύγουν.Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς κρατήση.Ἀγαποῦν τὴν πατρίδα τῶν μακράν της, ἀλλὰ ἡ σκληρὰ ἀνάγκη τοὺς ὠθεῖ νὰ ἀποδημοῦν.Δὲν ὑπάρχει ἡ ἕλξις τοῦ εὐκόλως κερδίζειν τὸν ἄρτον.Εἰς τὴν Ὕδραν μπορεῖ κανεὶς νὰ βρῆ σήμερα κατοικίαν μὲ ἑπτὰ μεγάλα δωμάτια ἀντὶ 20 δραχμῶν τὸν μήνα.Καὶ ὅμως ἡ ζωὴ φθίνει.
Ἐκεῖνα τὰ παληὰ συμπαθῆ λευκὰ σπίτια μὲ τὴν ἀναρρίχησίν των εἰς τοὺς φαιοὺς βράχους,μὲ τοὺς σιγηλοὺς δρομάκους των,ἀνηφορικὰ συνεχῆ σκαλοπάτια,ποίαν ρέμβην προκαλοῦν.Νομίζει κανείς,πὼς αὐτὴ ζητεῖ τὴν παρηγοριὰν τῆς εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν ἐκλεκτοτέρων ἀνθέων.Δὲν ὑπάρχει σπίτι ὑδραϊκόν,εἰς τὸ ὁποῖον αἳ οἰκοκυραὶ νὰ μὴν καλλιεργοῦν εἰς μεγάλας γλάστρας τὰ ὀνομαστότερα διακοσμητικὰ φυτὰ καὶ ἄνθη. Μπιγκόνιες,ὀρτανσίες,τριανταφυλλιές,καμέλιες,ἰδοὺ τὸ εὐγενὲς μέσον της ἐκδηλώσεως τῆς θλίψεως τῶν κατοίκων τῆς διὰ τὸν μαρασμόν,κατὰ τοῦ ὁποίου οὐδὲν ἰσχύει.Αὐτὴν τὴν ἐποχὴν εἰς τὰς μεγάλας γλάστρας θάλλουν τὰ διπλὰ ὡραῖα φούλια.Πικραμέναι ψυχαὶ εὐωδιάζονται ἀπὸ τὴν λεπτὴν ἀνθοκομίαν.Εἰς τὸ μέγα παλάτι τοῦ Φραντζέσκου Βούλγαρη,αἳ κυρίαι,ὅταν ἔδρεψαν τὰ ἐκλεκτότερα ἄνθη ἀπὸ τὰς πελωρίας γλάστρας τοῦ κήπου τῆς ταράτσας των καὶ μοῦ προσέφεραν μὲ τὴν ὡραίαν ὑδραϊκὴν φιλοξενίαν,εἶχαν συγκίνησιν. Κάποιο δάκρυ εἰς τὰ μάτια. «Ζῶμεν μακρυᾶ ἀπὸ τὰ παιδιά μας!». Μοναχικαὶ ὑπάρξεις,θλιμμέναι. Σιγηλόν,παράξενον καὶ ἰδιόρρυθμον εἶνε τὸ ὅλον ἀνάκτορον τοῦ 18ου αἰῶνος.
Αἳ εὐρεῖαι αἴθουσαι τοῦ ἔχουν τὴν μελαγχολίαν τῶν περασμένων.Τὰ παλαιὰ δρύϊνα ἔπιπλα,τὰ ξύλινα νταβάνια μὲ τὰς ὡραίας γλυφᾶς των,φαίνονται ὥσαν νὰ στάζουν,ἀόρατον πόνον.Ἡ εὐρύχωρη τραπεζαρία τοῦ μεγάρου εἶνε ἀπὸ τὰς σπανιωτέρας ἐκπλήξεις,ποὺ μπορεῖ νὰ δὴ κανεὶς εἰς ἑλληνικὸν οἴκημα.Ἕνας τόσον σταθερὸς χαρακτὴρ ἀρχοντιᾶς παλαϊκῆς.Ὑπὲρ τὸ παραπλεύρως καπνιστήριον,μὲ τὰς θέσεις διὰ τὰ μακρυὰ τσιμπούκια,εἶνε ψηλὰ ἰδιαίτερος χῶρος διὰ τὴν μουσικὴν Εἰς τὴν μεγάλην ταύτην αἴθουσαν ἐγευμάτιζαν αἳ δόξαι τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸν 18ον καὶ 19ον αἰώνα.Ἀπὸ ἕνα δρύϊνον κιβώτιον,προελεύσεως Μυκόνου,βλέπομεν νὰ βγαίνη μιὰ τεράστια μεταξωτὴ κόκκινη ὀμπρέλλα.Ποία μεγαλοπρέπεια!.Καὶ ἡ μέταξά της εἶνε ἄθικτος,ἂν καὶ χρονολογῆται πρὸ 160 ἐτῶν.
Τὸ παρακείμενον μέγαρον  τοῦ ἀδελφοῦ του Φραντζέσκου Βούλγαρη,μὲ τοὺς χρυσοὺς διακόσμους του,δὲν ὑπάρχει πλέον.Κατεδαφίσθη.Ἀπέμεινεν μόνον ἡ ἐνδιαφέρουσα πύλη τῆς αὐλῆς του.Οὔτε τὸ σπίτι τοῦ Μιαούλη,οὔτε αἳ μεγάλαι κατοικίαι ἄλλων θαυμαστῶν ἀνδρῶν τῆς Ὕδρας ἐσώθησαν.Ὁ χρόνος τὰ ἐδάμασε.Κάθε τόσον καταρρέουν τὰ παλήα σπίτια.Ἐρειπωμένον,εἶνε καὶ τὸ μέγαρον τοῦ Ναυάρχου Γιακουμῆ Τομπάζη εἰς τὸν ὑψηλὸν λόφον του.Τὸ τοῦ Τσαμαδοῦ σώζεται.Ἕνα ἄλλο μέγαρον μετεβλήθη εἰς λιμεναρχεῖον δίπλα του.Παρ’αὐτὸ πλούσιος ὑδραῖος ἔκτισε κομψὸν μουσεῖον,τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ περιλάβη προσεχῶς ὄλας τὰς διασωμένας ἀναμνήσεις τῆς ὑδραϊκῆς δόξης.
Διατηροῦνται ὅμως τὰ μέγαρα τοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ Γεώργιου Κουντουριώτου.Φρουριακὴ ἡ ἀρχιτεκτονική των. Ἔχουν τὴν ἁπλὴν πολυτέλειαν τοῦ παλαιοῦ καιροῦ.Τὸ δεύτερον περιῆλθε εἰς τὴν ἰδιοκτησίαν τοῦ Ναυάρχου κ. Παύλου Κουντουριώτη,ὅστις τὸ ἀνεκαίνισε,προτιθέμενος νὰ ἐγκατασταθῆ εἰς τὴν ἱστορικὴν ταύτην κατοικίαν τῶν ἐνδόξων προγόνων του,ἐνατενίζων τὴν μαρμάρινον προτομήν του.Ταύτην ἵδρυσαν εἰς τὴν προκυμαίαν οἱ εὐγνωμονοῦντες συμπολίται τοῦ τὸν ἥρωα τῆς ναυμαχίας τῆς Ἕλλης.Τὸ πελώριον κτίριον ὑψοῦται, μεγαλοπρεπὲς ἀλλὰ λιτὸν καὶ ἀπέριττον,εἰς τὸ ἀριστερὸν ἄκρον τοῦ λιμένος.
Ὁ περίβολος τοῦ ἔμεινε ὁ ἴδιος,ὅπως κατὰ τὴν ἀκμὴν τῆς νήσου.Μεγάλα κανόνια προβάλλουν τὸ στόμιόν των πρὸς τὴν γαλανὴν θάλασσαν.Καὶ εἰς τὸ παλαιὸν τοῦτον ἀνάκτορον ἀπομένουν.....αἳ ἱστορικαὶ ἀναμνήσεις. Θαυμαστὰ εἶνε τὰ γλυπτὰ ξύλινα νταβάνια του καὶ αἳ μεγαλοπρεπεῖς δρύϊναι θύραι του.Ἡ ἀρχοντιὰ μὲ εὐγένειαν φανερωμένη.
Εἰς ἄριστην κατάστασιν εὑρίσκεται καὶ τὸ μέγαρον τοῦ συνετοῦ,τοῦ νοήμονος,τοῦ μεγάλου πατριώτου Λάζαρου Κουντουριώτου.Δεσπόζει τῆς ὅλης πόλεως.Ἀπὸ τὸ μέγα ἀνδηρὸν τοῦ καταφαίνεται ὅλος ὁ παλαιὸς λευκὸς συνοικισμός.Ἐκεῖθεν τὸν περιέβαλε τὸ πατρικὸν βλέμμα τοῦ ὑπέροχου ἀνδρός,ὅστις μόνος αὐτὸς ἔδωσε τὸ ἓν τέταρτον τῶν χρηματικῶν πόρων,ποὺ ἐχρειάσθη ὁ μέγας ἀγὼν τοῦ 21. Αἳ δύο θρυλικαὶ στέρνες του,δεξιὰ καὶ ἀριστερά της εἰσόδου τῆς οἰκίας αἳ ὁποῖαι ἄδειασαν τὸν χρυσόν των διὰ τὸν ἀγώνα,δέχονται τώρα,ὅπως καὶ ὄλαι τῆς ἀνύδρου βραχώδους πόλεως,τὸ νερὸ τῆς βροχῆς.Εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς (18ος αἰὼν) κοιμᾶται μαζὶ μὲ ἄλλους πατριώτας ὁ θαυμαστὸς νησιώτης,τοῦ ὁποίου ὁ στόλος ἦτο μία ἀπὸ τὰς ἀκμαιότερας δυνάμεις τῆς πατρίδος.Ἁπλὴ πλάκα σκεπάζει τὸν τάφον μὲ ἀφελῆ ἐπιγραφήν. Εἰς τὸν ναὸν σώζονται ἐνδιαφέροντα ἀντικείμενα ἐκκλησιαστικῆς τέχνης. Μεταξὺ τούτων ὡραιότατος ἀργυροχρυσὸς σταυρὸς μὲ ἀρίστας μικροσκοπικᾶς ξυλογραφικᾶς ἀπεικονίσειςΤὸ μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου,παρὰ τὴν προκυμαίαν,συμπληρώνει μὲ τὸν συνολικὸν γραφικὸν χαρακτήρα τοῦ τὰς παλαιᾶς ἀναμνήσεις ,το δὲ μαρμάρινον κωδωνοστάσιόν του,μὲ τὰς λεπτότατας γλυφᾶς του,εἶνε ἀπὸ τὰ πλέον χαριτωμένα κομψοτεχνήματα,ποὺ μπορεῖ νὰ δὴ κανεὶς εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Ἄγριος καὶ ἀπότομος ὁ βράχος τῆς Κιάφας,εἰς τὸν ὁποῖον ἐγκαταστάθησαν οἱ πρῶτοι κάτοικοι,ὀχυρωθέντες ἐκεῖ ἀπὸ τὰς ἐπιδρομὰς τούρκων καὶ ἀλγερινῶν πειρατῶν.Ἐκεῖθεν ἐξηπλώθη ἡ κατόπιν πόλις εἰς τοὺς λοιποὺς βράχους,ἕως κάτω εἰς τὴν παραλίαν.Λευκοὶ ἀνεμόμυλοι,ἄλλοι παλαιοί,φαιοί,ἐρειπωμένοι προσθέτουν μὲ τὴν ἀντίθεσιν ταύτην μίαν παραδοξότητα ἀκόμη.Καὶ μίαν ἔκπληξιν παρουσιάζουν αἳ αὐλαὶ τῶν λευκῶν σπιτιῶν εἰς τοὺς βράχους.Κρυμμένην πρασινάδα.Πεῦκα καὶ καρποφόρα δενδράκια πρασινίζουν ὄπισθέν των ὑψηλῶν τοίχων.Ἀκόμη καὶ παλαιαὶ ὑψηλαὶ δάφναι,κατανθισμέναι μὲ τοὺς ρὸζ κομψοὺς φιόγκους των.Ἡ θαλερὰ φυτικὴ ζωὴ εἰς τοὺς βράχους ἔχει διπλὴν ὠμορφιᾶν.Τὰ διακοσμητικὰ φυτά..........μελαγχολικῶν σπιτιῶν καὶ κυττάζουν ἐκεῖ μέσα τα παληὰ δρύϊνα ἔπιπλα,τὰς κρεμαμένας εἰς τοὺς τοίχους ξεθωριασμένας προσωπογραφίας τῶν μεγάλων ναυτικῶν ἡρώων.Διαχύνουν τὸ παρήγορον ἄρωμα τῶν εἰς τὸν σοβαρὸν ἐσωτερικὸν χῶρον,ὅπου κυμαίνεται ὁ ἀέρας τῶν λησμονημένων λαμπρῶν γεγονότων ζωῆς πλατειᾶς,θερμῆς,ἀκμαίας καὶ ἠρωϊκής.
Ψηλὰ εἰς τὸ γυμνόν,σταχτόχρωμον καὶ ἄγονον βουνὸν ποὺ ὑπέρκειται τῆς λευκῆς συμμαζομένης μὲ στοργικὸν ἐναγκαλισμὸν πόλεως,εἶνε τὸ λευκάζον  μοναστήρι τοῦ Προφήτου Ἠλία.Καὶ ἐκεῖ, ὅπως εἰς ὅλα τα πολυάριθμα μοναστήρια καὶ ἐξωκκλήσια τῆς ξηρᾶς,αὐστηρᾶς καὶ ὑπερηφάνου νήσου,ὀλίγη ζωή.Ἐρημίται καλόγηροι,μονάζουν καὶ τὸ μάυρον πενιχρὸν ράσσον τῶν φαίνεται νὰ εἶνε εὐλογία πρὸς τὴν μεγάλην ζωήν,ποὺ παρῆλθε,ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν μικρᾶν,ποὺ ἀπομένει ὡς παράδοσις ριζωμένη εἰς τοὺς βράχους.Τὸ βράδυ, καθὼς ἀνάβουν τὰ φῶτα τῆς ἀμφιθεατρικῶς κείμενης παλαιᾶς πόλεως,ἔχει τὴν ἐντύπωσιν ὁ θεατὴς ἑνὸς ἀστερόεντος οὐρανοῦ ἀναποδογυρισμένου.Περὶ τὸν φρουριακὸν ὄγκον τῆς βραχώδου νήσου,ὑπὸ τὸν πέπλον τῆς νύχτας, συμπτύσσονται εἰς τὰς ἀκτᾶς τῆς αἳ δεκάδες τῶν σκορπισμένων πέριξ της ξηρῶν,ἀλλὰ τόσον πλαστικῶν νησίδων.
Καὶ μίαν στιγμὴν νομίζει τὶς πὼς ἡ ὅλη νῆσος καὶ τὰ νησάκια τῆς πλέουν εἰς βαθύ,συγκεχυμένον,ἀόριστον ὄνειρον,γεμάτον ἀπὸ μελαγχολίαν εὐγενικήν..(Πεζοπόρος)...»


Ἐξόρμησις εἰς τὴν Ἐπισκοπὴν



Τὴν ἑπομένην,εἰς τὸ φύλλον τῆς 17ης Ἰουνίου 1920 τῆς ἐφημερίδος «Ἐμπρός»,δημοσιεύθηκε ἡ ἐξόρμησις τῶν τριῶν περιηγητῶν (ἤτοι:τοῦ ἀνταποκριτοῦ τῆς ἐφημερίδος,τοῦ Γρηγορίου Καμπέρου καὶ τοῦ Λάζαρου Πορφυρὰ) εἰς τὴν εἰδυλλιακὴν ἐξοχικὴν τοποθεσία τῆς νήσου Ὕδρας’ τὴν περιοχὴ τῆς Ἐπισκοπῆς,ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Ὑδραίου ἀγωγιάτου καὶ κατοίκου τῆς ἀπομακρυσμένης ὀρεινῆς καὶ ποιμενικῆς περιοχῆς τῆς νοτιοδυτικῆς Ὕδρας Ζώγερι κὺρ-Κωνσταντῆ.


Ἰδιαίτερη ἐντύπωση προξένησε εἰς τοὺς περιηγητὲς ἡ προθυμία καὶ ἡ φιλοτιμία τοῦ Κὺρ Κωνσταντῆ,ὁ ὁποῖος παρὰ τὸν ὀλιγόωρον καθημερινὸν ὕπνον τοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν πολύωρη καὶ συστηματικὴ οἰνοποποσίαν τοῦ-χαρακτηριστικό των κατοίκων τῶν ὀρεινῶν περιοχῶν,ἕνεκα τοῦ κλίματός της,ὡς ἀναφέρει ὁ ἀνταποκριτὴς τῆς ἐφημερίδος-ὑπῆρξε πάντοτε πρόθυμος καὶ ἐξυπηρετικὸς εἰς τὸ νὰ ἱκανοποιήσει ἅπασες τὶς ἀπαιτήσεις τῶν φιλοξενούμενών του,ἐξαίροντας μὲ τὴν συμπεριφορά του τὴν ξακουστὴν ὑδραϊκὴν φιλοξενείαν.Ἡ ἀδυναμία τοῦ κὺρ-Κωνσταντῆ εἰς τὴν οἰνοποσίαν,τοῦ σπουδαιότερου ἀοιδοῦ τῆς νήσου, σύμφωνα μὲ τὴν Κυρὰ Μαριγῶ, ἑπιστάτρια οἰκίας τῆς Ἐπισκοπῆς,ἀποτελοῦσε τὴν κύρια ἀφορμὴν διὰ ἀθώα πειράγματα καὶ πολλοὺς ἀστεϊσμοὺς ἀπ’τὴν πλευρὰ τῶν τριῶν περιηγητῶν,ἂν καὶ ἦτο ἀπὸ ὅλους ἀντιληπτὸν ὅτι ἔχαιρε ἄκρας ὑγιείας, ἐξαίσιας ἀντοχῆς καὶ διέθετε λυγερὸν παράστημα.

Ἡ ἀνάβασις πρὸς τὴν περιοχὴ τῆς Ἐπισκοπῆς,διὰ τῆς παραλιακῆς ὁδοῦ τὴ νήσου, ἐπραγματοποιήθηκε ὑπὸ τὶς λαμπερὲς ἀχτίδες τοῦ σεληνόφωτος.Κατὰ τὸ διάβα τῆς διαδρομῆς, ἅπασες οἱ οἰκίες τῶν μικρῶν οἰκίσκων τῆς Ὕδρας,καὶ δὴ τῆς συνοικίας τοῦ Καμινιοῦ,τοῦ Βλυχοῦ, τοῦ Παλαμιδά,τοῦ Μώλου,ἀκόμη καὶ τοῦ ὀρεινοῦ οἰκίσκου «Τσοπάνικα» (ἄγνωστον ποίαν περιοχὴν κατονομάζει  ὁ περιηγητὴς ὑπὸ τὴν ὀνομασίαν ταύτην) ἀπάστραπταν κατάλευκες προκαλώντας τὸν θαυμασμὸ τῶν περιηγητῶν.Μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὰ μικρὰ ἐρημοκκλήσια,ὅπως αὐτὸ  τῆς Κοιμησέως τῆς Θεοτόκου ἐπὶ τῆς νήσου τῆς Κιβωτοῦ (( Ἑορτάζουσα καὶ ὡς Ζωοδόχου Πηγὴ-Ἁγία Ζώνη)Νῆσος Κιβωτοῦ -(Πλατονήσι)-Μῶλος ) ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐρημοκκλησίου τῆς Ἁγίας Μαρίνας τῆς Ἐπισκοπῆς.

Ἡ ἐξοχικὴ περιοχὴ τῆς Ἐπισκοπῆς, ἀποτελοῦσε ἀνέκαθεν θέρετρο θερινῆς κατοικίας τῶν ἀρχοντικῶν οἰκογενειῶν τῆς Ὕδρας ποὺ διέμεναν εἴτε εἰς τὴν πόλη τῆς νήσου εἴτε εἰς τὶς πόλεις τοῦ Πειραιῶς καὶ τῶν Ἀθηνῶν.Σύμφωνα μὲ τὸν ἀρθρογράφο-περιηγητή,ἐν ἔτει 1920,ὁ πανλευκὸς («λευκάζει») ἐξοχικὸς οἰκισμὸς τῆς Ἐπισκοπῆς διέθετε εἴκοσι περίπου ἀρχοντικὲς ἐπαύλεις,τῶν ὁποίων τὶς θύρες κοσμοῦσαν μαρμάρινες ἐντοιχισμένες ἐπιγραφὲς ποὺ ὑποδήλωναν τὴν λατρεία καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔνιωθαν οἱ ἰδιοκτῆτες τοὺς διὰ αὐτές.Μεταξὺ αὐτῶν,οἱ περιηγητὲς ξεχώρισαν ἐπιγραφὲς ὅπως: «Οὐράνιον», «Τὸ ὄνειρόν μου», «Ἡ χαρά μου».

Ἐκ τῶν ἐξοχικῶν αὐτῶν ἐπαύλεων διεκρίνοντο κυριὼς οἱ ἀρχοντικὲς οἰκίες τοῦ Ὑδραίου Παναγιώτου Παπαδάκη (εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ὁποίου φιλοξενήθηκαν κατὰ τὴν διαμονὴ τοὺς οἱ τρεῖς περιηγητές),τοῦ κ.Κριεζὴ ἀλλὰ καὶ τῆς κυρίας Εὐγενίας Φωτιά,θυγατέρος τοῦ Δημάρχου Ὕδρας Ἀναστάσιου Οἰκονόμου καὶ συζύγου τοῦ Δημάρχου Ὕδρας Γεωργίου Φωτιά,ἡ ὁποία διεμένε εἰς τὴν περιοχὴν καθ’ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους,ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς ὑπολοίπους ἰδιοκτῆτες τῶν οἰκιῶν,οἱ ὁποῖοι ἐξορμοῦσαν εἰς τὴν Ἐπισκοπὴν διὰ θερινὸν παραθερισμὸν καὶ διὰ κυνηγητικὴν περιηγῆσιν.

Παράλληλα, πέριξ του ὀροπεδίου τῆς Ἐπισκοπῆς, διεκρίνοντο διάσπαρτες μικρὲς οἰκίες τσοπάνων τῆς περιοχῆς.

Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ ὀροπεδίου τῆς Ἐπισκοπῆς ὑπῆρχαν κατὰ τὸ ἔτος 1920,ἔτος τῆς περιηγήσεως,ἑπτὰ ἐρημοκκλήσια (νῦν ὀκτῶ),ὁ ἀρθρογράφος ἀναφέρει τὴν ὕπαρξη μόνο δύο ἐξ αὐτῶν,διχῶς ὅμως νὰ τὰ μνημονεύει.Συγκεκριμένα εἰς τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ ὀροπεδίου τῆς Ἐπισκοπῆς ὑπάρχουν τὰ κάτωθι ἐρημοκκλήσια:

(Πηγή:Βιβλίον (Χριστιανική Ύδρα,ΥΔΡΑ 1938), Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Γκίκα Χελιώτης)

Ἐρημοκκλήσιον Ἁγίων Ἀναργύρων.
(Ἔτος Ἱδρύσεως ἢ Ἀνακαινίσεως:1901, Κτίτωρ ἢ Ἀνακαινιστῆς: Στ.Παπαλεονάρδος)
Ἐρημοκκλήσιον Γεννέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ.
(Ἔτος Ἱδρύσεως ἢ Ἀνακαινίσεως:Ἄγνωστον, Παλαιὸς Ἰδιοκτήτης: Θεόφιλος Παξινοὺ)
Ἐρημοκκλήσιον Ἁγίου Γεωργίου
(Ἔτος Ἱδρύσεως ἢ Ἀνακαινίσεως: 1786, Κτίτωρ ἢ Ἀνακαινιστῆς: Νικόλαος Ἀγγέλου)
Ἐρημοκκλήσιον Ἁγίου Γεωργίου
(Ἔτος Ἱδρύσεως ἢ Ἀνακαινίσεως: 1774, Παλαιὸς Ἰδιοκτήτης: Ἱερὰ Μονὴ Προφήτου Ἡλιοῦ)
Ἐρημοκκλήσιον Ἁγία Εὐγενία
(Ἔτος Ἱδρύσεως ἢ Ἀνακαινίσεως: 1899, Κτίτωρ: Εὐγενία Φωτιὰ)
Ἐρημοκκλήσιον Κοιμήσεως Θεοτόκου (Ἀπόδοσις)
(Ἔτος Ἱδρύσεως ἢ Ἀνακαινίσεως: Ἄγνωστον, Παλαιὸς Ἰδιοκτήτης: Δήμας Φωτιᾶς (Πατὴρ τοῦ Δημάρχου Ὕδρας Γεωργίου Φωτιά.(Ὁ Ἀντώνιος Μανίκης (Τὸ Μέλλον τῆς Ὕδρας Τεῦχος Μάρτιος 1966 σὲλ 59) παραθέτει διὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἐκκλησίας κατὰ τὸ ἔτος 1876,τὴν ἀφήγηση τοῦ διηγηματογράφου Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη,γεγονὸς ποὺ πιστοποιεῖ πὼς ἡ ἐκκλησία προϋπῆρχε πρὸ τοῦ 1876)
Ἐρημοκκλήσιον Ἁγίου Νικολάου
(Ἔτος Ἱδρύσεως ἢ Ἀνακαινίσεως:Ἄγνωστον, Παλαιὸς Ἰδιοκτήτης: Τσετσεκλὴς)
Ἐρημοκκλήσιον Ὁσίου Ἀλεξίου,(Ἐπισκοπῆ-Οἰκία Χαραμῆ)

Ἐπίνειον τῆς Ἐπισκοπῆς,ὁ μικρὸς ὁρμίσκος τῆς παραλίας τῆς Νησίζας,κέντρον ἁλιείας μὲ μικρὲς ψαράδικες βάρκες,ἄνω της ὁποίας δεσπόζει τὸ ἐρημοκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

Ἡ ἐνδιαφέρουσα αὐτὴ περιήγησις τοῦ ἀρθρογράφου τῆς ἐφημερίδος «Ἐμπρὸς» καὶ τῶν δύο φίλων του εἰς τὴν περιοχὴ τῆς Ἐπισκοπῆς,διεσώζει συνολικά τα ὀνόματα τοῦ ἀγωγιάτου κὺρ-Κωνσταντῆ,τῆς κυρᾶς Μαριγοὺς καὶ τοῦ μονόχειρα κυνηγοῦ καὶ συζυγοῦ κὺρ-Ἀναστάση,ἐπιστατῶν οἰκιῶν τῆς εὐρύτερης περιοχῆς,τῶν ἰδιοκτητῶν οἰκιῶν τῆς περιοχῆς Παναγιώτου Παπαδάκη, κυρίου Κριεζῆ καὶ Εὐγενίας Φωτιά, ἀλλὰ καὶ τῆς μικρῆς Χρυσαφούς, ἡ ὁποία περιτριγύριζε πλησίον κόκκινης σπηλιᾶς καὶ κερνοῦσε νερὸ εἰς τοὺς περιηγητὲς ἀπὸ πηγάδι τῆς περιοχῆς ἐντὸς κοχυλίων,ἀντὶ ποτηριῶν.


Πηγή: Ἐφημερίδα «Ἐμπρός»,Φύλλον 17ης Ἰουνίου 1920,Ἄρθρον «Ἐπισκοπὴ»


«...Ὅ,τι διαθέτει εὐχάριστα πάντα κάτοικον τῆς Ἀττικῆς εἰς τὴν Ὕδραν εἶνε ἡ παντελὴς ἔλλειψις σκόνης.Νὰ ψάξετε μὲ φακὸν πρὸς ἀνέρευσιν κόκκου σκόνης,δὲν θὰ ἐπιτύχετε! Ἐλέχθη καὶ δὶ’αὐτὴν ὅτι ὁ Χριστὸς ἀφοῦ ἐμοίρασε τὰ λιθάρια εἰς τὸν κόσμον,ἔδωσε τὸ ὑπόλοιπόν των εἰς τὴν Ὕδραν.Λοιπὸν ἡ ἄγρια βόρειος φαλακρὰ πλευρὰ τῆς νήσου εἶνε μιὰ διάψευσις τοῦ ἐσωτερικοῦ της.Ἡ δυτικομεσημβρινὴ πλευρὰ τῆς ἔχει πυκνοὺς καὶ εὐώδεις πευκώνας,παρ’ὅλην τὴν βραχὼδη καὶ ἐκεῖ σύστασιν τῆς νήσου.Καὶ ἀνακαλύπτει ὁ πεζοπόρος συμπαθητικὰ καὶ θαλερὰ τοπία,ἀρκεῖ νὰ ἔχη ὑπομονήν.Ταύτην ἀρκετὴν εἴχαμεν κατὰ τὴν τριήμερον διαμονὴν μᾶς εἰς τὴν νῆσον,ὁ  ποιητὴς κ.Πορφυρᾶς,ὁ κ.Γρ.Καμπέρος,ἀδελφός του ἐνδόξου ἀεροπόρου καὶ ὁ ὑποφαινόμενος.Παρ’ὄλας τὰς ἑξαιρετικᾶς ὑπηρεσίας,τὰς ὁποίας μᾶς προσέφεραν τὰ νοήμονα μουλάρια τοῦ ἀγωγιάτου κὺρ Κωνσταντῆ,ὀφείλω νὰ δηλώσω ὅτι ἕνα παιδὶ τῆς θαλάσσης,ὅπως ὁ τρισαγαπημένος μου ποιητὴς κ.Πορφύρας ἔδειξε πεζοπορικὴν ἱκανότητα ἀξιέπαινον εἰς ἀπόκρημνα λαγκάδια ἀκόμη καὶ κατὰ τὰ φλογερὰ μεσημέρια.Πέραν τούτου ἐθαύμασα τὴν ἀντοχὴν τοῦ κὺρ Κωνσταντῆ.Σπανίως εἶδα συνάνθρωπον κοιμώμενον δύο ὥρας τὸ ἡμερονύκτιον καὶ πίνοντα κατὰ τὰς λοιπᾶς.Τὸ ἔχει τὸ κλίμα τῆς ὀρεινῆς νήσου.Οὐδέποτε παρέλειψε νὰ ἔλθη εἰς τὴν ὥραν τοῦ νύχτα καὶ ἡμέραν,ὁσάκις τὸν ἐζητήσαμεν.Στὶς τρεῖς τὴν νύχτα τὸν ἐζητούσαμεν,στὶς δύομιση μᾶς παρουσιάζετο μὲ τὰ νοητάκια του.
Τὸ ζῶον τοῦ ἰδίως,τὸ ἀκοῦον εἰς τὸ ὄνομα «Δασκάλα» δικαιολογεῖ τὸ σοφόν του ὄνομα.Περνᾶ εἰς τὴν ἄκρην κρημνῶν μὲ ἀσφαλὲς καὶ βέβαιον βῆμα.Ποῦ εἶχε τὸ στρατηγεῖον τοῦ ὁ φαιδρότατος κὺρ Κωνσταντής;; Εἰς τὸ Ζόγερη.Εἰς μίαν ἄγριαν περιοχὴν τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τῆς νήσου.Ἐκεῖ διηυθύνετο καὶ ἐκεῖθεν ἐπανήρχετο.Περὶ τῆς βακχικῆς λατρείας τοῦ κάποιαν ἰδέαν δίδει ὁ ἑξῆς διάλογος:
-Λοιπὸν κὺρ Κωνσταντή,τι γίνεται εἰς τὸ Ζόγερη;;
-Δουλειά.Πηγαίνω καὶ τοὺς βοηθῶ στὸ ἁλώνι
-Πόσα γαλόνια ἤπιατε ἀπόψε;;
-Μονάχα ἐφτάμιση
-Ἤσασθε πολλοί;
-Μονάχα τέσσαρες,ἀλλὰ οἱ δύο δὲν ἔπιναν!!! Εἴχαμε ὅμως καὶ δύο κότες ψητές.
Ὁ συνάνθρωπος,ὅστις εἰς μίαν ἑσπέραν πίνει περὶ τὰς 16 ὀκάδας,λευκὸν ἢ κόκκινον,ἔχει τὴν καλλιτέραν ὑγείαν καὶ τὸ λιγυρώτερον παράστημα.Ἡ κυρὰ Μαριγῶ-περὶ ταύτης κατωτέρω-τὸν χαρακτηρίζει ὡς τὸν ἄριστόν της νήσου τραγουδιστήν.Ὁ κὺρ Κωνσταντὴς ἔχει καὶ κτῆμα.Τμῆμα βραχώδους βουνοῦ μανδρωμένον μὲ τρία πεῦκα, παρὰ τὸν χαριτωμένον Παλαμιδᾶν.Ἔχει καὶ εἰσόδημα ὁ σιδηρολίθος ἐκεῖνος!Πενήντα δραχμᾶς τὸν χρόνον.
-«Ἴσα γιὰ τὸ κρασὶ» λέγει μετριοφρόνως ὁ ἰδιοκτήτης του.
-«Μόνο μιᾶς ἑβδομάδας κρασί;» ἠρώτησε ὁ εἴρων ποιητής μας.
Πορευόμεθα σεληνοφώτιστον βραδειὰν πρὸς τὴν Ἐπισκοπήν,θαυμαστὴν πευκόφυτον θερινὴν διαμονήν.Περνῶμεν τὸ Καμίνι,τὸ Βλιχό,τὸν Παλαμηδᾶν,τὸν Μῶλον,δροσεροὺς ὁρμίσκους μὲ ἀραιοὺς συνοικισμοὺς καὶ ἐξωκκλήσια.Πάντα κατάλευκα.Ὅλη ἡ νῆσος εἶνε κατοικημένη παρομοίως.Ὅπου εἰς πρόποδας, εἰς πλαγιὰν ἢ κορυφὴν βουνοῦ δέκα πήχεις κοκκινοχώματος καὶ λευκὸς οἰκίσκος. «Τὰ τσοπάνικα». Ἄθροισμα πελώριων βράχων τὸ νησὶ καὶ ὑπεράνω των πάντοτε θεατὴ ἢ ἀτσαλένια,ὄχι βραχώδης πλέον,κορυφὴ τοῦ ὅρους «Τὸ Ἔρως».Διατὶ τοιάυτη οὐδετεροποίησις τοῦ ἔρωτος; Ἀγνοῶ.Δεσποινίδες ἔδωσαν τὴν ἐξήγησιν τῆς ὀνομασίας:
«Μία κόρη ἐρωτευμένη ἐκρημνίσθη ἀπὸ τὴν κορυφὴν καὶ ηὐτοκτόνησε»
Ὁ Κὺρ Κωνσταντὴς κινεῖ δυσπίστως τὴν κεφαλήν.
«Τόσα χρόνια ἐδῶ τέτοιο πράμμα δὲν ἄκουσα.Τὰ κορίτσια ὀνειρεύονται.Ὅ,τι ποθοῦν»
Ἀπὸ τὴν ἀκτὴν τοῦ Παλαμιδὰ μὲ τὰ ξερόνησα ἀπέναντι,ἐπὶ τῶν ὁποίων καὶ μιὰ λευκὴ ἐκκλησίτσα-ἐδῶ οἱ ζωγράφοι μᾶς μποροῦσαν καὶ χωρὶς τὴν κοσμοδιμιουργικὴν φαντασίαν τοῦ Μπαϊκλιν νὰ ἔχουν εὐτυχίας; Ὁ δρόμος ἀνεβαίνει πρὸς τὴν Ἁγίαν Μαρίναν,περνῶν ἀπὸ τὸν δροσερώτερον καὶ ἀμωμότερον πευκώνα.Οὔτε μέριον σκόνης εἰς τὰ πεῦκα.Ἁγία Μαρίνα; Ὀγκόλιθοι φαιοί.Ἐπάνω των τὸ λευκὸν ἐκκλησιδούλι καὶ ὄπισθέν του γέρος πεῦκος εἰς ἀσυνήθεις κυρτώσεις καὶ σγουρὴν φόρμαν,ὡσὰν νὰ εἶχε ἐκφύγη ἀπὸ κάποιον πίνακα ἀγαπημένον μου παιϋζαζίστα,τοῦ μακαριστοῦ βερολινέζου Λάϊστικω. Βαθειὰ νύχτα,ἐρημιὰ ἀπόλυτη,ρυθμοὶ κωδωνισμάτων καὶ σιγῆ ἠδεία,ὅπως ἥ της ἀνυπαρξίας.Τὴν ροφοῦμεν.Εἰς τὴν κορυφὴν τῆς ράχης λευκάζει ὁ ἐξοχικὸς συνοικισμὸς τῆς Ἐπισκοπῆς.Εἰς μίαν ἀπὸ τὰς λευκᾶς ἐπαύλεις φῶς.Εἶνε ὁ οἶκος τοῦ φιλόξενου ὑδραίου κ. Παναγιώτη Παπαδάκη.Δύο εὐγενεῖς δέσποιναι ὑδραῖαι,ἐλθοῦσαι διὰ τὸ καλοκαίρι εἰς τὴν ἐξοχὴν ἀπὸ τὸν Πειραιά,μᾶς ὑποδέχονται.Εἶνε,ὡσὰν νὰ μειδιᾶ ἡ καλωσύνη εἰς τὴν θελκτικωτέραν ἐρημίαν.Ἡ κυρὰ Μαριγῶ, ἑπιστάτρια τῆς ἐπαύλεως καὶ ὁ μονόχειρ σύζυγός της,ὁ κὺρ Ἀναστάσης,ἐπιστάτης γειτονικῆς ἐπαύλεως,ἔχουν τόσην προθυμίαν,ὅπως εἰς τοὺς ὁμηρικοὺς χρόνους.
Δροσερὸν φυσᾶ τὸ βουνίσιον ἀεράκι.Μετὰ τὸ γεῦμα περπατοῦμεν ὡς φαντάσματα εἰς τὴν σεληνοφώτιστον νύχτα,ἀκούοντες γοητευτικᾶς παραδόσεις.Δὲν ἔχομεν ὕπνον.Ὁ κὺρ Κωνσταντὴς ὀρθῶς εἶπε ὅτι εἰς τὴν Ἐπισκοπὴν ὁ ὕπνος εἶναι περιττός.
Εἰς τὸ χρυσὸν φῶς τοῦ ἡλίου λάμπει τὸ ὀροπέδιον.Ἀπ’ὅπου καὶ ἂν στραφῆ κανείς,θὰ δὴ χυτοὺς ἀπότομους βουνούς,δάση πευκών,ἀπόκρημνα ρουμάνια,λευκοὺς διασκορπισμένους οἰκίσκους τσοπάνηδων,μικρᾶς ἀγροικίας,μικροτέρας ἐκκλησίας καὶ παντοῦ διαφαινόμενον τὸν παμμέγιστον λεῖον κάτοπτρον τῆς θαλάσσης.Ἡ Ἐπισκοπὴ δὲν θὰ ἀριθμῆ εἴκοσιν ἐπαύλεις καὶ ἔχει δύο ἐκκλησιδάκια.Αὑταὶ ἀνήκουν εἰς ὑδραίους καὶ ἀθηναίους τοιούτους,ἐρχομένους τὸν Αὔγουστον καὶ τὸν Σεπτέμβριον διὰ τὸ κυνήγι τῶν ὀρτυκιῶν καὶ τῶν τρυγονιῶν.Τότε ζωηρεύει ἡ ἐρημιά.Ποία ἡ ἀγάπη των πρὸς τὰς ἐπαύλεις τῶν δεικνύουν αἳ μαρμάριναι ἐπιγραφαὶ τῶν λευκῶν σπιτιῶν: «Οὐράνιον», «Τὸ ὄνειρόν μου», «Ἡ χαρά μου».Πρὸς τὸ παρὸν ὄλαι αἳ ἐπαύλεις εἶνε κλεισταί,πλὴν τοῦ κ.Κριεζή,τῆς τοῦ κ.Παπαδάκη καὶ τῆς κ.Φωτιά.Ἡ δέσποινα αὐτὴ διαμένει χειμώνα καλοκαίρι εἰς τὴν καλὴν ἐρημιάν.Οἱ λευκοὶ οἰκίσκοι τῶν τσοπάνηδων δὲν λέιπουν,ἀλλὰ λείπει ὁ παραμικρότερος θόρυβος.Ἥλιος,πεῦκα,λαλιαὶ κοκόρων,ἔντονος συναυλία τεττίγων,ἀστέρια,σελήνη,ἀέρας λεπτός,ὡς οἱ ἱστοὶ τῆς ἀράχνης εἰς τοὺς κλάδους τῶν κήπων.Καὶ μίαν ἑσπέραν τουφεκιὰ ἠκούσθη.Ὁ κὺρ Ἀναστάσης ἔβγαλε λαγόν.Ἦταν δύο ὀκάδες.Τὸν ἐπλήγωσε,ἀλλὰ τοῦ ἔφυγε.Καταβάλαμεν,πάσαν δυνατὴν προσπάθειαν,ὅπως τὸν παρηγορήσωμεν ὁλόκληρον νύχτα καὶ ἡμέραν.Νομίζω ὅτι εἰς τὸ τέλος τὸ κατορθώσαμεν.
Τὸ μεσημέρι κατεβαίνομεν εἰς τὴν θάλασσαν.Ὄχι βέβαια μὲ τὸ τράμ.Κάποιαι δυνάμεις γονάτων εἶνε ἀπαραίτητοι.Διότι ὁ κατήφορος καὶ ὁ ἀνήφορος εἶνε δεινὸς καὶ τὸ μονοπάτι ὄχι μεταξωτόν.Εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην,ἐρημοκκλήσι,συναντῶμεν κατσίκια.Παρ’ὅλην τὴν ἀγριάδα τοῦ τόπου εἶνε ἡμέρα ὡς περιστέρια. Λύκος καὶ κατσικοκλέφτης ἄγνωσα εἰς τὰ ρουμάνια.Ἀναπαύονται τὸ θερμὸν μεσημέρι εἰς τὸν λευκὸν τοῖχον τῶν κελλιῶν τοῦ ναοῦ τὰ κατσίκια καὶ καθὼς στέκουν κολλημένα ἐκεῖ,ξεχωρίζουν ὡς ἀναγλυφικαὶ σκιαί.
Κάτω εἰς τὴν Νησίζα,κέντρον ἁλιείας εἶνε διπλὴ ἀκρογιαλιὰ μὲ θαυμαστὰ βότσαλα,καθαρώτατα νερὰ καὶ χαριτωμένας βαρκούλας.
Ἔχει καὶ μεγάλην κόκκινην σπηλιὰν καὶ ἡ μικρούλα Χρυσάφω,κοριτσάκι ἐνδεκαετές,μᾶς φέρει νερὸ ἀπὸ ἕνα πηγαδάκι,παρὰ τοὺς θραυσμένους βράχους,τοὺς ὁποίους νομίζει κανεὶς πὼς ἐθρυμμάτισε σφύρα τιτάνος. Ἀντὶ γιὰ ποτὴρ μᾶς σερβίρει τὸ νερὸ εἰς τεράστιαν κογχύλην.Ἔτσι θὰ ἔπινε καὶ ὁ πολυπλανὴς Ὀδυσσεὺς εἰς τὰς πολλᾶς περιπέτειάς του.
-Χρυσάφω κόρη μου,δὲν κάνεις μπάνιο;
-Ὄχι δὲν μὲ ἀφίνουν.
 Ἡ φωνὴ τοῦ παιδιοῦ ἔχει παραπόνον.Ἠμεῖς ὅμως κάμνομεν.Εἰς τέτοια διαμαντένια νερὰ ἔπρεπε νὰ ἐλούοντο νηρηΐδες.Βρ! Τί κρύα καὶ τί μέλι ποὺ εἶνε ἡ θάλασσα.Ἀλλὰ ὁ φοῦρνος τὰ βότσαλα τῆς ἀκτῆς.Ψηνόμεθα ἐπάνω των,μὲ τὸν χρυσὸν ἥλιον εἰς τὴν ταλαίπωρην ράχην μας.Ἡλιοθεραπεία ροδοσταμμα.Κάποιος μὲ τραβὰ ἀπὸ τὸ πόδι καὶ μὲ ἀφυπνίζει ἀπὸ τὸν θειότερον ὕπνον,ποὺ μπορεῖ νὰ δοκιμάση δυστυχὴς θνητός.Εἶνε ὁ ποιητής:
-«Ἐ! Τεμπέλαρε,σήκω! Θέλομεν μιάμισην ὥραν νὰ ἀνεβοῦμεν εἰς τὸ βουνὸ»
-«Ποιητά,τέκνον μου,τρεῖς ἡμέραι χωρὶς σκέψιν χωρὶς γράψιμον,χωρὶς μυρωδιὰν μελάνης,χωρὶς παληόχαρτα. Εἶμαι ἑκατοντάκις εὐτυχής! Ἄσε μὲ νὰ φιλήσω τὰ πλαστικώτατα αὐτὰ βότσαλα»
Μειδιᾶ καὶ ἕνας ποιητὴς διὰ τὴν τρέλλαν πεζοτάτου συντρόφου.(Πεζοπόρος)...»





Σημείωσις (*):

Ὕδρα 1920 (Πληθυσμός: 3.409)

«Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος,Ὑπουργεῖον Ἐθνικῆς Οἰκονομίας-Διεύθυνσις Στατιστικῆς,Πληθυσμὸς τοῦ Βασιλειου τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὴν ἀπογραφὴν τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1920,Πραγματικὸς πληθυσμὸς κυρωθεῖς διὰ τοῦ ἀπὸ 31 Αὐγούστου Βασιλικοῦ Διατάγματος,Ἐν Ἀθήναις ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου 1921»

Κατὰ τὴν γενομένη πληθυσμιακὴ ἀπογραφὴ τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1920,ὁ πληθυσμὸς τῆς νήσου Ὕδρας ἀνῆλθε εἰς τὸν συνολικὸν ἀριθμὸν τῶν 3.409 κατοίκων.Σύμφωνα δέ,μὲ τοὺς ἀπογραφεῖς, ἡ Κοινότης (ὄχι Δῆμος) τῆς νήσου Ὕδρας διέθετε ἐννέα χωριὰ εἰς τὰ ὁποία συμπεριλήφθησαν ἐκτὸς τῆς νήσου Δοκοῦ καὶ οἱ Ἱερὲς Μονὲς τῆς νήσου Ὕδρας.Ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς πληθυσμιακῆς ἀπογραφῆς,προκύπτει πὼς εἰς τοὺς ἀπογραφέντες κατοίκους τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Γεννέσιου τῆς Θεοτόκου Ζούρβας,ἐκτὸς τῶν ἱερομονάχων της,προσμετρήθηκαν καὶ οἱ κάτοικοι τῶν γειτνιάζουσων ἀγροικιῶν τῆς εὐρύτερης περιοχῆς Ζούρβας.Ἐν ἐνεργείᾳ ἤσαν οἱ Ἱερὲς Μονὲς Ἁγίας Τριάδος,Ἁγίας Φωτεινῆς,Ἁγίου Νικολάου,Ἁγίας Εὐπραξίας (Δοκοῦ), Γεννεσίου Θεοτόκου Ζούρβας, Ἀποδόσεως Κοιμήσεως Θεοτόκου Παλαμιδὸς καὶ Προφήτου Ἡλιοὺ Ὕδρας.


Πηγή: (Δὲς Μελέτη περὶ ἀπογραφῶν τῆς Ὕδρας,ἀναρτηθεῖσα εἰς τὸ ἰστολόγιον ΥΔΡΑ-ΥΔΡΕΑ-ΥΔΡΟΥΣΣΑ,εἰς τὴν ἑνότητα Ἱστορία: Ὕδρα 1828-2015 Ἀπογραφὲς Πληθυσμοῦ Ἐπαρχίας Ὕδρας (Ἕως 1870- Ἃ Μέρος)








Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...