Ύδρα.
Πού βρισκόταν το σπίτι του Αντώνη Οικονόμου;
Έρευνα-μελέτη του Καθηγητού Γλωσσολογίας Νικόλαου Παντελίδη
Στο Ιστορικό Αρχείο της Ύδρας σώζεται έγγραφο που περιέχει συμφωνητικό οικοδομής «νέου ὀσπιτίου» ιδιοκτησίας του καπετάν Ἀντωνίου Οἰκονόμου. Το έγγραφο φέρει ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 1816 [1] . Παρακάτω παρατίθενται τα αποσπάσματα που ρίχνουν φως στο ερώτημα σχετικά με την τοποθεσία της οικίας του Αντώνη Οικονόμου:
1816, 17 Ἰανουαρίου
Φανεροῦται διὰ τοῦ παρόντος ἀποδεικτικοῦ γράμματος οἱ μάστορες τζούσηδες (=χτίστες), Ἀναγνώστης Βέγκος και Βασίλης Βόλης, συνεφώνησαν μὲ τὸ <μπ>ουλούκι τους, ἄνθρωποι δώδεκα, μετὰ τοῦ καπετὰν-Ἀντωνίου Οἰκονόμου Ὑδριώτην (=Υδραίο) ἵνα τοῦ οἰκοδομήσουν ἕνα ὀσπίτιον νέον ἐκ θεμελίων ἐπάνω εἰς τὸν τόπον (=οικόπεδο) ὁποῦ ἐξουσιάζει εἰς τὴν Μεγάλην Πούντα μεταξὺ τοῦ ὀσπιτίου Πέτρου Σπετζιώτη κατὰ τὴν τραμουντάνα μέρος (=προς βορράν)…
[…]
…τὲς πέτρες νὰ τὰ κουβαλήσουν ἀπὸ τὸν ἴδιον τόπον τοῦτον καὶ νὰ κτίσουν τοῖχον εὔμορφον, καλὸν, σάϊκον (=ίσιο), ὡσὰν οἱ τοῖχοι τοῦ ὀσπιτίου Πέτρου Σπετζιώτη…
1) Πρόκειται μάλλον για τον Αντώνη Οικονόμου, ο οποίος το 1821 κήρυξε την Επανάσταση στην Ύδρα. Με βάση τη γενεαλογική μελέτη του Δ. Μαυριδερού (Γενεαλογικά σημειώματα: Το γένος Οικονόμου της Ύδρας (1668-1949), Αθήνα 2012) δεν φαίνεται να υπήρχε την ίδια εποχή άλλος πλοίαρχος στην Ύδρα με το ονοματεπώνυμο Αντώνιος Οικονόμου. Μάλιστα η οικοδόμηση της οικίας φέρεται να ξεκινά πριν ο Οικονόμου ναυαγήσει με το πλοίο του το 1818 και υποστεί οικονομικό πλήγμα.
2) Πούντα είναι μια παλαιά λέξη ιταλικής προελεύσεως που στην ελληνική χρησιμοποιήθηκε με τη σημασία «ακρωτήριο». Το μόνο σημείο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ακρωτήριο στην περιοχή της πόλης της Ύδρας είναι ο Κάβος στο ανατολικό άκρο του λιμανιού, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται τοποθετημένη η προτομή του Αντωνίου Κριεζή, και πιο ψηλά στο πλάτωμα, που είναι διαμορφωμένο από την εποχή της Επανάστασης του ’21 σε οχυρό, ο ανδριάντας του ναυάρχου Μιαούλη. Η δυτική άκρη του λιμανιού, δηλαδή η πλαγιά πάνω από την Σπηλιά του Μπαριάμη ήταν ανέκαθεν άδεια από κατοικίες (εκτός από το αρχοντικό του Γεωργίου Κουντουριώτη), οπότε το κείμενο του συμφωνητικού δεν μπορεί να αναφέρεται σε αυτή την περιοχή. Επιπλέον δεν σχηματίζει ακρωτήριο.
3) Στο έγγραφο αναφέρεται ότι δίπλα στο οικόπεδο, όπου επρόκειτο να ανεγερθεί το καινούργιο σπίτι, βρισκόταν το σπίτι του Πέτρου Σπετσιώτη, η τοιχοποιία του οποίου χρησίμευσε όπως αναφέρεται ρητά το κείμενο, ως πρότυπο για την οικία του Αντωνίου Οικονόμου. Ο Πέτρος Σπετσιώτης ή Πετσιώτης αναφέρεται στην απογραφή του 1828 ως αρχηγός οικογένειας ανήκουσας στην ενορία του ιερού ναού του Αγίου Νικολάου στον Κάβο.
4) Στο έγγραφο αναφέρεται ότι οι πέτρες της οικοδομής θα προέρχονταν από το ίδιο το οικόπεδο, το οποίο θα βρισκόταν επομένως σε ιδιαίτερα πετρώδη και βραχώδη περιοχή, όπως ανέκαθεν ήταν η ανατολική πλευρά του λιμανιού.
Ελλείψει περισσότερων στοιχείων η ακριβής τοποθεσία της οικίας δεν μπορεί προς το παρόν να προσδιοριστεί. Στο κείμενο του συμφωνητικού αναφέρεται ότι το οικόπεδο, στο οποίο επρόκειτο να οικοδομηθεί το καινούργιο σπίτι, βρισκόταν «μεταξύ του οσπιτίου Πέτρου Σπετζιώτη», δεν αναφέρεται όμως ποια ιδιοκτησία βρισκόταν από την άλλη πλευρά του οικοπέδου. Επιπλέον, όπως είναι διατυπωμένο το κείμενο («τὸν τόπον ὁποῦ ἐξουσιάζει εἰς τὴν Μεγάλην Πούντα μεταξύ του οσπιτίου Πέτρου Σπετζιώτη κατά την τραμουντάνα μέρος»), δεν προκύπτει με σαφήνεια αν το οικόπεδο του Αντ. Οικονόμου βρισκόταν προς βορράν της οικίας του Πέτρου Σπετσιώτη ή δίπλα στην οικία του Πέτρου Σπετσιώτη αλλά στο βόρειο τμήμα της όλης περιοχής. Αν ισχύει το δεύτερο, τότε το σπίτι του Αντώνη Οικονόμου θα οικοδομήθηκε στο ακραίο βόρειο τμήμα της συνοικίας, το οποίο βλέπει προς τη θάλασσα του στενού που χωρίζει την Ύδρα από την ακτή της Πελοποννήσου.
Ανακεφαλαιώνοντας μπορούμε με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία να συμπεράνουμε με ασφάλεια ότι το σπίτι του καπετάν Αντώνη Οικονόμου βρισκόταν στη συνοικία του Κάβου πάνω από το ανατολικό άκρο του λιμανιού, άγνωστο όμως πού ακριβώς.
Η συνοικία, στην οποία βρισκόταν το σπίτι του Αντωνίου Οικονόμου σε φωτογραφία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αι. (περ.1900-1930). Είναι χαρακτηριστικό ότι στη λεζάντα η περιοχή χαρακτηρίζεται ως ακρωτήριο:
[1] Δημοσιεύτηκε από τον Γ. Ροδολάκη στην Επετηρίδα της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου (έκδοση Ακαδημίας Αθηνών), τόμος 35 (έτος 2001) στη σελ.91.